ἐκπροκριθεῖσ'

ἐκπροκριθεῖσ'
ἐκπροκρῐθεῖσα , ἐκπροκρίνω
choose out
aor part pass fem nom/voc sg
ἐκπροκρῐθεῖσι , ἐκπροκρίνω
choose out
aor part pass masc/neut dat pl
ἐκπροκρῐθεῖσαι , ἐκπροκρίνω
choose out
aor part pass fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”